- σφαγεῖ
- σφάζωslayaor subj pass 3rd sg (epic)σφαγεύςslayermasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαγεῖ' — σφαγεῖα , σφαγεῖον bowl for catching the blood of the victim neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγείων — σφαγεί̱ων , σφαγεῖον bowl for catching the blood of the victim neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδιατόριξ — (1ος αι. π.Χ.). Γιος του τετράρχη των Γαλατών της Βιθυνίας Δομνεκλείου, που ανέλαβε με εντολή του Μάρκου Αντωνίου τη διοίκηση ενός τμήματος της Ποντοηράκλειας, όπου ήταν εγκατεστημένοι Ρωμαίοι άποικοι. Το 31 π.Χ. ο Α., με την πρόφαση πως τον είχε … Dictionary of Greek
αγιογιωργίτης — και α(γ)ιγιωργίτης και αϊγιωργίτης, ο 1. αρνί που προορίζεται να σφαγεί στη γιορτή τού αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) 2. (ως κύριο όνομα) α) ο μήνας Απρίλιος, από τη γιορτή τού αγίου Γεωργίου β) ο μήνας Νοέμβριος, από τη γιορτή τού αγίου Γεωργίου… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek